ακροφυής

ακροφυής
ης, ες
1) вырастающий на кончиках ветвей; 2) наделённый (природными) достоинствами; одарённый (о человеке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ακροφυής" в других словарях:

  • ακροφυής — ἀκροφυής, ὲς (AM) μσν. αυτός που έχει ευγενική καταγωγή ή ανατροφή αρχ. αυτός που φύτρωσε στην άκρη του κλαδιού ἀκροφυῶς επίρρ. μσν. τελείως, χωρίς καμιά έλλειψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + φυὴς < φύος, το ή φυὴ < φύομαι, φύω] …   Dictionary of Greek

  • ἀκροφυές — ἀκροφυής grown high up on a tree masc/fem voc sg ἀκροφυής grown high up on a tree neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροφυέστατον — ἀκροφυής grown high up on a tree masc acc superl sg ἀκροφυής grown high up on a tree neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροφυοῦς — ἀκροφυής grown high up on a tree masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροφυῶς — ἀκροφυής grown high up on a tree adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»